
Τρέξαμε αρκετά αυτές τις μέρες που είναι η Άννυ μαζί μας, ιδιαίτερα εκείνη, μαζί με τη Σούλα, εγώ επικουρικά βοήθησα, για να βρούμε πράγματα που χρειάζονται για τον εξοπλισμό του σπιτιού τους. Και χθες, Κυριακάτικα, είπαμε πως δικαιούμασταν λίγη χαλάρωση. Πήγαμε λοιπόν σε ένα αγαπημένο τόπο. Το Καβούρι Βουλιαγμένης. Κάναμε το μπάνιο μας και γευτήκαμε τους μεζέδες στο «Μαϊστρο».

Είναι και οι άνθρωποι καμιά φορά που σου φτιάχνουν τη διάθεση, όπως το γκαρσόνι, στο «Μαϊστρο», ένας ηλικιωμένος κύριος όλο χιούμορ σε κάθε του κουβέντα. Κι ήταν και ο καιρός, χωρίς πολύ ζέστη, δροσερός, τόσο όσο. Απολαύσαμε το μπάνιο μας στη θάλασσα κι ενώ σχεδιάζαμε να καθίσουμε σ’ αυτές τις ξαπλώστρες, δεν το κάναμε. Προτιμήσαμε να πάμε στο τραπέζι που είχε πιάσει η Σούλα. Και ότι διαλέξαμε να πάρουμε, ήταν ένα κι ένα…

Δεν είχε πολύ κόσμο η παραλία. Είχαμε το σκεπτικό ότι δεν θα έπεφτε καρφίτσα, αλλά κάναμε λάθος εκτίμηση. Φυσικά, αυτό για μας ήταν ακόμα καλύτερο. Επειδή μπορούσαμε να απολαύσουμε την κάθε στιγμή. Κι αυτός ο τόπος είναι γεμάτος με όμορφες αναμνήσεις. Το χαρήκαμε. Επιστρέψαμε σπίτι κατά τις 2:30 – 3:00. Και δε χάσαμε και τη μεσημεριανή σιέστα μας. Τελικά δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος για να νιώσει καλά.