
Στου Θραψανού το πατρικό, εκεί που η πέτρα κρατά ακόμα τη φωνή των παλιών, στέκει το σπίτι μας. Με τους τοίχους στο χρώμα που τους βάψαμε την τελευταία φορά που πήγαμε, πριν δυο χρόνια και τις γλάστρες όσες ζουν ακόμα, γεμάτες χώμα ευλογημένο. Κι εκεί, στην εξωτερική αυλή, σαν παραμύθι που άνθισε, πλέκονται οι δυο βουκαμβίλιες, δεξιά και αριστερά στην είσοδο της εσωτερική αυλής.

Όχι δεν ήταν πάντα εκεί. Δεν είναι μέσα στις μακρινές παιδικές μνήμες μου. Με τη Σούλα τις επιλέξαμε και τις βάλαμε τις μνήμες μου. Θέλαμε να χτίσουμε τις δικές μας μνήμες. Έτσι κι αλλιώς οι δικές μου, οι προηγούμενες ήταν εκεί, ριζωμένες. Το πρώτο φως του πρωινού, το κάλεσμα της μάνας απ’ την αυλή, το γέλιο που ξεχυνόταν μες στο μεσημέρι, καθώς τα τσικάλια μοσχοβολούσαν κι ο πατέρας έπλαθε το χώμα στο εργαστήρι του.

Έτσι λοιπόν οι βουκαμβίλιες δεν ξέρουν πολλά για μένα ή για την ακρίβεια τίποτα. Δεν με είδαν να τρέχω ξυπόλυτος, να σκαρφαλώνω στα παραθύρια, να κρύβομαι απ’ το χρόνο. Και κάθε χρόνο, την άνοιξη, ανθίζουν. Για να μας θυμίζουν το λόγο που τις φυτέψαμε. Πού άντεξαν στο χρόνο και τις αντιξοότητες. Που κάηκαν από την παγωνιά του χιονιά. Και που, να τες ανθισμένες και πάλι!
