
Κάποτε στο χωριό, μπορεί και τώρα, αλλά δεν μου είναι πια τόσο οικεία, είχαν καταχωρηθεί στη μνήμη μας αυτά τα πράσινα “λουλούδια”. Όπως κι αν τα λέγαμε, ο τόπος γέμιζε με τις πρώτες βροχές. Στις ελιές, δίναμε μάχη να στρώσουμε τα πανιά από το πολύ λουλούδι. Ίσως αν καταφέρνανε κάποιο όψιμο όργωμα, υπήρχαν λιγότερα, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια.

Το σύνηθες ήταν να υπάρχει σε κάθε σπιθαμή γης. Έχουν μια όξινη γεύση που θυμίζει τη σωστή οξαλίδα, η οποία δεν σχετίζεται στενά. Άλλα είδη είναι γνωστά στην καθομιλουμένη ως ψεύτικα τριφύλλια και μερικά ονομάζονται ξινόχορτα. Για το γένος ως σύνολο, χρησιμοποιείται επίσης ο όρος οξαλίδες. Κι αυτά, τουλάχιστον τότε που ήμουν μικρός, τρελαίνονταν οι κότες μας.

Έτσι, η μητέρα μου μου είχε αναθέσει, όταν πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, το μεσημέρι που θα ερχόμουν σπίτι, να πάρω μια μεγάλη τσάντα και να πάω κάπου κοντά, να τη γεμίσω και να τη ρίξω στις κότες μας, στο περδιγάρι. Κι αυτές τρελαίνονταν από τη χαρά τους και μένα μου άρεσε γιατί νόμιζα ότι κάτι πρόσφερα στο σπίτι, όπως όλοι!
