Μέσα στο ημίφως, η μυρωδιά από παλαιωμένο ξύλο και κόκκινο κρασί σε προδιαθέτει για κάτι παραπάνω από μια απλή παράσταση. Είναι μια ιεροτελεστία. Ο κιθαρίστας παίρνει τη θέση του στη σκιά. Οι πρώτες νότες είναι αργές, σχεδόν παραπονιάρικες. Ξαφνικά, η σκηνή λούζεται στο πορτοκαλί φως. Η χορεύτρια εμφανίζεται με το κόκκινο πουά φόρεμα (traje de flamenca). Κάθε κίνησή της είναι μια δήλωση. Το χτύπημα των τακουνιών της στο παρκέ δεν είναι απλός ρυθμός· είναι ο χτύπος μιας καρδιάς που διψά για ζωή.
Το φως αλλάζει. Γίνεται ψυχρό, μπλε, σχεδόν απόκοσμο. Η ίδια γυναίκα, τώρα με ένα σκούρο φόρεμα, υψώνει τα χέρια της στον αέρα. Το πρόσωπό της συσπάται από την ένταση. Αυτό είναι το “Duende” – εκείνη η ακαθόριστη πνευματική δύναμη που καταλαμβάνει τον καλλιτέχνη του φλαμένκο. Δεν υπάρχει πια κοινό, μόνο η πάλη ανάμεσα στο σώμα και τη μουσική. Η ένταση ανεβαίνει ξανά. Τα “jaleos” (τα επιφωνήματα ενθάρρυνσης από τους μουσικούς) πληθαίνουν. “¡Olé!” ακούγεται από το βάθος.