
Ο Κώστας και η Άννυ, αφού πήραν μια βαθιά ανάσα, έσπρωξαν τις βαριές, γυάλινες πόρτες της Βαρβακείου. Αμέσως, τους τύλιξε μια θάλασσα από αρώματα, ήχους και χρώματα. Η Άννυ, που μεγάλωσε στον Καναδά, είχε συνηθίσει τα καθαρά, οργανωμένα ράφια των σούπερ μάρκετ. Αυτό που αντίκρισαν ήταν κάτι τελείως διαφορετικό.

Μια τεράστια παγοθήκη απλωνόταν μπροστά τους, γεμάτη από κάθε λογής ψάρια. Εκεί ήταν ο γόπες που γυάλιζαν κάτω από τα έντονα φώτα, ο μπακαλιάρος με το ασημί του δέρμα, αλλά και τεράστιοι τόνοι και μαγιάτικα, κομμένα σε φέτες. Η Άννυ κοίταξε τον Κώστα με μια έκφραση έκπληξης. “Είναι σαν μουσείο θαλάσσιας ζωής,” ψιθύρισε.

Ο θόρυβος ήταν διαρκής. Οι ψαράδες με τις ποδιές τους φώναζαν δυνατά, διαλαλώντας την πραμάτεια τους. “Πάρε λαβράκι, φρέσκο-φρέσκο!” “Φαγκρί, για το φούρνο!” Οι φωνές τους μπλέκονταν με το κροτάλισμα του πάγου, το κλάμα των γλάρων που πετούσαν ψηλά στη σκεπή και το γέλιο των ανθρώπων. Ο Κώστας άκουγε έναν πάγκο που έπαιρνε παραγγελίες από ένα εστιατόριο, κι ένας άλλος που εξηγούσε σε μια γιαγιά πώς να μαγειρέψει το ψάρι της.
