
Ένα από τα πρωινά περπατήματα μου, τα βήματά μου με έφεραν εδώ. Κάτι με έκανε να σταματήσω, ίσως ο απαλός ήχος καθώς περπατούσα σε ένα πεζοδρόμιο, σκεπασμένο με χρυσά φύλλα. Και ξαφνικά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι το Βανκούβερ είχε φορέσει τα φθινοπωρινά του χρώματα. To δέντρο ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής, με αποχρώσεις που κυμαίνονταν από το λαμπερό κίτρινο έως το βαθύ κόκκινο.

Στην αρχή, όλα ήταν διαφορετικά, τα σπίτια, ο αέρας είχε μια υγρασία που δεν είχα συνηθίσει και ο κόσμος γύρω μου (όσοι κυκλοφορούσαν μια τέτοια πρωινή ώρα) μιλούσε μια άλλη, από τη δική μου, γλώσσα. Ωστόσο, μ’ αυτές τις εικόνες γύρω μου, περπατώντας σε έναν δρόμο, την Moody Ave, στο Βόρειο Βανκούβερ, κοντά σχετικά στο σπίτι που μένουμε, κάτι μέσα μου άλλαξε.

Κάτι στη θέα του κόκκινου σπιτιού, με τα φύλλα να πέφτουν απαλά στη σκεπή του, μου θύμισε ένα σπίτι στην Ελλάδα. Ήταν σαν ένα μικρό κομμάτι πατρίδας να είχε μεταφερθεί εδώ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Τα φύλλα που κιτρίνιζαν και έπεφταν έκαναν τον ίδιο ήχο, τον ίδιο που άκουγα παιδί στο χωριό. Ήταν ο ήχος του φθινοπώρου. Παιχνίδια με τις λέξεις…
